- αργιλώδης
- (Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, -ες) [άργιλος και άργιλλος]αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργιλώδης — ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom sg ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργιλώδης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδει — ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat sg ἀργῑλώδεϊ , ἀργιλλώδης clayey dat sg (epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργιλώδης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδη — ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλῶδες — ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc sg ἀργιλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδεα — ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδεις — ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργιλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
μαργώδης — ες αυτός που αποτελείται από μάργα, αυτός που μοιάζει με τη μάργα, ο αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
σκιόγαια — η, Ν αργιλώδης σιδηρούχα γη που χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + γαία] … Dictionary of Greek
υπάργιλος — ον, Α ο κάπως αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄργιλος] … Dictionary of Greek